- χαμιτικός
- -ή, -ό, Ν [Χαμίτες]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαμίτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμιτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χαμίτες: Ενδιαφέρουσες είναι οι χαμιτικές γλώσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… … Dictionary of Greek